αντίκρυσμα

αντίκρυσμα
το [αντικρύζω]
1. κατά πρόσωπο συνάντηση
2. αντιμετώπιση
3. θέα, κοίταγμα
4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις
5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα
κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… …   Dictionary of Greek

  • αναντίκρυστος — η –ο αυτός που δεν έχει αντίκρυσμα, αντιστάθμισμα σε χρυσό ή άλλη ανταλλακτική αξία, που δεν καλύπτεται από ανάλογη χρηματική κατάθεση ή εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • καϊμές — ο 1. τουρκικό χαρτονόμισμα που είχε εκδοθεί χωρίς χρυσό αντίκρυσμα και γι αυτό υπέστη μεγάλη πτώση τής αξίας του και τελικά εκμηδενίστηκε 2. (κατ επέκτ.) κάθε υποτιμημένο νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaime] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”