ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… … Dictionary of Greek
αναντίκρυστος — η –ο αυτός που δεν έχει αντίκρυσμα, αντιστάθμισμα σε χρυσό ή άλλη ανταλλακτική αξία, που δεν καλύπτεται από ανάλογη χρηματική κατάθεση ή εγγύηση … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
καϊμές — ο 1. τουρκικό χαρτονόμισμα που είχε εκδοθεί χωρίς χρυσό αντίκρυσμα και γι αυτό υπέστη μεγάλη πτώση τής αξίας του και τελικά εκμηδενίστηκε 2. (κατ επέκτ.) κάθε υποτιμημένο νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaime] … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek